-
1 σκίδνημι
σκίδνημι, collat. form of σκεδάννυμι (q.v.),II mostly [voice] Pass. σκίδναμαι, only [tense] pres. and [tense] impf., to be spread or scattered, disperse, freq. of a crowd or assembly, ;ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι Od.1.274
;ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος Il.19.277
; ;σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος Od.2.252
; ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ' ἕκαστος ib. 258; of foam or spray,ὑψόσε δ' ἄχνη σκίδναται Il.11.308
; of a cloud of dust, ; of a stream,ἀνὰ κῆπον ἅπαντα σκίδναται Od.7.130
; alsoὀδμὴ σκίδνατο h.Cer. 278
;ὂψ σκιδναμένη Hes.Th.42
;σκιδναμένα Simon.41
codd.Plu. (f.l. for κιδν-); σκιδναμένης ἐν στήθεσιν ὀργῆς f.l. in Sapph.27; σκιδναμένης Δημήτερος, i.e. at seedtime, in spring, Orac. ap. Hdt.7.142; ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ as the sun began to spread his light, i.e. soon after sunrise, Id.8.23; in Hp. of an odour, to be dissipated, Loc.Hom.2; of the distribution of τὸ πνεῦμα through the system, Morb.Sacr.7; also of the pupils, to be dilated,αἱ κόραι σκίδνανται Id.Int.48
= Dieb.Judic.3; elsewh. rare in Prose, Thphr. Sens.55,56;εὐωδία ἐκ πηγῆς -αμένη Plu.2.941f
(not found in good [dialect] Att., except compd. ἀποσκίδναμαι in Th.6.98).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκίδνημι
См. также в других словарях:
σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… … Dictionary of Greek